- φιλοδήμως
- Αεπίρρ. βλ. φιλόδημος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Φιλοδήμως — Φιλόδημος friend of the commons masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοδήμως — φιλόδημος friend of the commons adverbial φιλόδημος friend of the commons masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόδημος — Έλληνας ποιητής επιγραμμάτων και φιλόσοφος της ελληνιστικής εποχής (Γάδαρα, Παλαιστίνη περ. 110 – 28 π.Χ.). Μαθητής του Ζήνωνα από τη Σιδώνα, υπήρξε ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους της επικούρειας φιλοσοφίας και ένας από εκείνους που… … Dictionary of Greek